-
1 дверь
-и, προθτ. о -и, в -и, πλθ. -и, -ей, οργν. -ями, κ. -рьми θ.πόρτα, θύρα•запереть дверь κλειδώνω την πόρτα•
входная дверь η είσοδος•
потайная дверь κρυφή πόρτα•
парадная дверь κυρία είσοδος•
решетчатая дверь καγκελωτή (κιγκλιδωτή) πόρτα.
εκφρ.дверь в дверь – πόρτα με πόρτα, απέναντι, βιζαβί•у -ей – επί θύραις (πολύ κοντά)•при закрытых -ях – με κλειστές τις πόρτες, κεκλεισμένων των θυρών•при открытых -ях – με ανοιχτές τις πόρτες (ελεύθερης εισόδου)•день открытых -ей – μέρα ελεύθερης εισόδου•ломить ся в открытую дверь – προσπαθώ ν’ αποδείξω κάτι που είναι ολοφάνερο•показать ή указать на дверь – δείχνω την πόρτα (για να φύγει), αποπέμπω•стучаться в дверь – χτυπώ την πόρτα (επίκειμαι). -
2 ломить
ломитьнесов1. λυγίζω κάτι, κοντεύω νά σπάσω κάτι·2. без λ. ἔχω κομμάρες:ло́мит кости πονοῦ τά κόκκαλα \ломитьси1. (гнуться под тяжестью) λυγίζω, κάμπτομαι·2. (стремиться проникнуть) χυμάω, προσπαθώ νά περάσω (μπῶ)· ◊ \ломиться в открытую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Греческий
- Итальянский
- Немецкий
- Украинский